σπαρματσέτο

σπαρματσέτο
και σπερματσέτο, το, Ν
1. το κητόσπερμα, λιπαρή ύλη που βρίσκεται στις εγκεφαλικές κοιλότητες μερικών κητών
2. κερί από κητόσπερμα ή από άλλες ουσίες, εκτός τού κεριού τής μέλισσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. spermaceti < λατ. sperma ceti «σπέρμα κήτους» (< σπέρμα + κήτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπαρματσέτο — σπαρματσέτο, το και σπερματσέτο, το (λ. ιταλ.), κερί από λίπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπερμακήτειο — το, Ν το σπαρματσέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + κήτος (πρβλ. σπαρματσέτο)] …   Dictionary of Greek

  • ξιγγοκέρι — και ξιγκοκέρι και ξυγκοκέρι, το κερί κατασκευασμένο από ξίγγι, από λίπη, το σπαρματσέτο …   Dictionary of Greek

  • σπερματσέτο — το, Ν βλ. σπαρματσέτο …   Dictionary of Greek

  • στεατοκήριο — το, Ν κερί με κύριο συστατικό την στεαρίνη, σπαρματσέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος «λίπος» / κηρίον «κερί». Η λ., στον λόγιο τ. στεατοκήριον, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • spermanţet — SPERMANŢÉT s.n. Substanţă grasă de culoare albă, cu aspect de ceară, obţinută din craniul de caşalot, de balenă, de delfin şi întrebuinţată în cosmetică şi la fabricarea lumânărilor; ceară de balenă. [var.: spermanţétă s.f.] – Din ngr.… …   Dicționar Român

  • σπερματσέτο — το βλ. σπαρματσέτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”