σπαρματσέτο — σπαρματσέτο, το και σπερματσέτο, το (λ. ιταλ.), κερί από λίπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπερμακήτειο — το, Ν το σπαρματσέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + κήτος (πρβλ. σπαρματσέτο)] … Dictionary of Greek
ξιγγοκέρι — και ξιγκοκέρι και ξυγκοκέρι, το κερί κατασκευασμένο από ξίγγι, από λίπη, το σπαρματσέτο … Dictionary of Greek
σπερματσέτο — το, Ν βλ. σπαρματσέτο … Dictionary of Greek
στεατοκήριο — το, Ν κερί με κύριο συστατικό την στεαρίνη, σπαρματσέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος «λίπος» / κηρίον «κερί». Η λ., στον λόγιο τ. στεατοκήριον, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
spermanţet — SPERMANŢÉT s.n. Substanţă grasă de culoare albă, cu aspect de ceară, obţinută din craniul de caşalot, de balenă, de delfin şi întrebuinţată în cosmetică şi la fabricarea lumânărilor; ceară de balenă. [var.: spermanţétă s.f.] – Din ngr.… … Dicționar Român
σπερματσέτο — το βλ. σπαρματσέτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)